κακόμορφος

κακόμορφος
-η, -ο (Α κακόμορφος, -ον)
αυτός που έχει κακή μορφή, άσχημος, κακοφτειαγμένος, κακοκαμωμένος.
επίρρ...
κακομόρφως (Α)
με κακόμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αγριό-μορφος, ποικιλόμορφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακόμορφος — misshapen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόμορφον — κακόμορφος misshapen masc/fem acc sg κακόμορφος misshapen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακομορφία — η (Α κακομορφία) [κακόμορφος] (το αρχ. ως σχόλ. στη λ. δυσχλαινία τού Ευρ.) κακή μορφή, δυσμορφία, ασχήμια …   Dictionary of Greek

  • κακομούτσουνος — η, ο κακομούτρης*, κακόμορφος, ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουτσούνα] …   Dictionary of Greek

  • κακόθωρος — η, ο (Μ κακόθωρος, ον) αυτός που έχει άσχημη όψη, κακόμορφος, άσχημος. επίρρ... κακόθωρα κακόμορφα, άσχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + θωρος (< θωρώ), πρβλ. γλυκό θωρος, καλό θωρος] …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”